- μπερδεύω
- και μπερδένω και μπερδεύνω (Μ μπερδεύω και μπερδένω και μπερδεύνω και μπερδεύγω)1. μπλέκω, περιπλέκω («μπέρδεψα το κουβάρι»)2. εμπλέκω κάποιον σε επιζήμια επιχείρηση, παρασύρω κάποιον σε κάτι κακό («τόν μπέρδεψαν σε βρομοδουλιές»)3. μτφ. παγιδεύω κάποιον κάπου («τον άνθρωπο καμιάν φοράν, κόσμε, τονε μπερδεύεις στα βρόχια σου», Τζάνε)νεοελλ.1. ανακατεύω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους («μού μπέρδεψες τα τετράδια»)2. συγχέω έννοιες, καταστάσεις ή πρόσωπα μεταξύ τους («μπερδεύεις τον ρεαλισμό με τον νατουραλισμό»)3. προκαλώ σύγχυση σε κάποιον («μέ μπέρδεψε ο καθηγητής με τις ερωτήσεις του»)4. προκαλώ ταραχή ή αναστάτωση, χειροτερεύω («με αυτά που κάνεις μπερδεύεις ακόμη πιο πολύ την κατάσταση»)5. (μεσοπαθ.) μπερδεύομαια) κάνω λάθοςβ) μπλέκομαι στα δίχτια τού έρωτα («σ' μιαν κόρη κι έναν άγουρο που μπερδεύτηκα ομάδι σε μια φιλιάν ατάραγη», Ερωτόκρ.)γ) πεδικλώνομαι, σκαλώνω σε κάτι6. φρ. «μπερδεύω τα λόγια μου» ή «τά μπερδεύω» — δεν εκφράζομαι με σαφήνεια, από φόβο, αμηχανία ή και από την πρόθεση να αποκρύψω την αλήθεια («όταν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο για να απολογηθεί, τά μπέρδεψε»)7). (η μτχ. παθ. παρακμ.) μπερδεμένος, -η, -οα) περίπλοκοςβ) αυτός που επιφέρει σύγχυση ή αυτός που προβάλλει εμπόδια(«μα εσύ, κερά μου, πορπατείς σε μπερδεμένη στράτα κι έχεις πολέμους κι όχθρητες τα λογικά γεμάτα», Ερωτόκρ.)(μνσ.) συμπλέκομαι με κάποιον και τόν εμποδίζω με το σώμα μου να φύγει.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού αμάρτ. *ἐμπεριδέω (παραδίδεται μσν. ἐμπροδέσω), πρβλ. πλέω > πλεύω, ρέω > ρεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.